Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Vivaldi - Magnificat, R. 611 / Gloria, R. 589


Προτεινόμενη ηχογράφηση:
New Philarmonia Chorus & Orchestra,
Riccardo Muti



Αν και η φήμη του Vivaldi οφείλεται κυρίως στο πλήθος των οργανικών του συνθέσεων, εντούτοις ολοένα και περισσότερη προσοχή δίνεται στη φωνητική του μουσική. Τον 18ο αιώνα, η γραμμή μεταξύ της εκκλησιαστικής και κοσμικής κοινωνίας ήταν εξαιρετικά λεπτή, γι' αυτό δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Vivaldi, αν και χειροτονημένος ιερέας, υπήρξε και διάσημος συνθέτης όπερας πέραν της εκκλησιαστικής μουσικής.

Αν και η απασχόλησή του στην όπερα συχνά τον ανάγκαζε να πραγματοποιεί μακρινά ταξίδια, η ζωή του Vivaldi επικεντρώθηκε επαγγελματικά σε μία θέση: στο Ospedalle dela Pieta, ένα από τα τέσσερα ορφανοτροφεία της Βενετίας (τα άλλα τρία ήταν το Ospedale dei Mendicanti, το Ospedaletto dei SS.Giovanni e Paolo, και το Ospedale degli Incurabili) στα οποία έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη μουσική εκπαίδευση. Αρχικά διορίστηκε "maestro di violono" το 1703 και παρόλο που προάχθηκε σε "maestro de' concerti", ποτέ δεν του δόθηκε η τόσο επιθυμητή θέση του "maestro di coro", κάτι που μας δείχνει ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής από την διοίκηση του Pieta.

Τα πιο πολλά έργα εκκλησιαστικής μουσικής του Vivaldi, γράφτηκαν στο Pieta, στο παρεκκλήσι του οποίου η χορωδία ήταν μοιρασμένη στους δύο εξώστες του, κάτι που εξηγεί και το αντιφωνικό στυλ (παραδοσιακό χαρακτηριστικό της Βενετίας) που συναντούμε σε μερικά έργα του. Λίγα από αυτά μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια, χωρίζονται όμως σε τρεις περιόδους που συνδέονται με τη δραστηριότητά του σ' αυτόν τον χώρο του ορφανοτροφείου. Η πρώτη περίοδος αρχίζει με την αποχώρηση του Francesco Gasparini απ' το ίδρυμα ο οποίος είχε τη θέση του "maestro di coro" το 1713. Αν και ισχυρίστηκε ότι ήταν προσωρινή η απουσία του, ποτέ δεν επέστρεψε, οπότε ο Vivaldi κάλυψε την κενή θέση για την οποία μάλιστα τον Ιούνιο του 1715 πληρώθηκε 50 δουκάτα παραπάνω για "μια ολοκληρωμένη Λειτουργία, έναν Εσπερινό, ένα Ορατόριο, πάνω από 30 μοτέτα και άλλα έργα". Ο Vivaldi βέβαια χορηγούνταν και πριν την αντικατάσταση του Gasparini για τη σύνθεση τουλάχιστον δύο Λειτουργιών και Εσπερινών τον χρόνο και δύο μοτέτων ανά μήνα. Σ' αυτή την περίοδο συμπεριλαμβάνεται το μοναδικό σωζόμενο ορατόριό του "Juditha Triumphans", R. 644 (1716), ένα αριστούργημα του οπερατικού στυλ με πολύ πλούσια ενορχήστρωση.

Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1726 όπου πεθαίνει ο C. P. Grua, διάδοχος του Gasparini ως μαέστρος της χορωδίας του Conservatoire, επομένως ανατίθεται στον Vivaldi η σύνθεση χορωδιακής μουσικής για την γιορτή του Πάσχα. Η τρίτη περίοδος αρχίζει το 1737 και διαρκεί σχεδόν δύο χρόνια στην οποία δίνεται ένα τελικό κίνητρο στον Vivaldi για τη σύνθεση εκκλησιαστικής χορωδιακής μουσικής.

Magnificat R. 611
Το Magnificat (Μεγαλυνάριο όπως είναι γνωστό στην ελληνική παράδοση) βρέθηκε στα χειρόγραφα του Turin σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις. Αρχικά ένα έργο για απλή χορωδία και ορχήστρα (R. 610) και ύστερα ενναλάχτηκε για μεγαλύτερη διπλή χορωδία (R. 610a) όπου η κάθε χορωδία έχει την δική της ορχήστρα. Σ' αυτή την εκδοχή, επτά από τις εννέα κινήσεις είναι για χορωδία συμπεριλαμβανομένου και του "Sicut locutus" για τριμερή χορωδία (χωρίς τενόρους) μαζί με δύο ξεχωριστά μέρη για όμποε.
Η τελική εκδοχή του Magnificat (R. 611) χρησιμοποιεί έξι κινήσεις από το 610a, οι άλλες αντικαθιστούνται από σόλο άριας, το καθένα από τα οποία φέρει το όνομα του εκάστοτε εκτελεστή. Από τα υπόλοιπα μέρη, αξιοσημείωτο είναι το "Et misericordia" για το αρμονικό βάθος και την εκφραστική χρήση των διαστημάτων 6ης μικρής και 7ης μεγάλης προς τα πάνω, ενώ στο "Deposuit potentes" παρατηρούμε μια "δυνατή" ουνίσονο γραφή. Οι πέντε καινούργιες άριες που από το στυλ τους χρονολογούνται ύστερα από το 1720 (γύρω στην εποχή του θανάτου του Grua) και γράφτηκαν για τα εξής πέντε κορίτσια του Pieta: Apollonia, la Bolognesa, Chiaretta, Ambrosina και Albetta. Ένα ελαφρού χαρακτήρα ποίημα γράφτηκε γύρω στο 1730 που περιγράφει τις καλύτερες μαθήτριες του ιδρύματος, στο οποίο λέγεται ότι η Apollonia έχει καθαρή σοπράνο φωνή και ότι είναι εξίσου καλή και στο χαρούμενο και στο συγκινησιακό τραγούδι. Η Maria la Bolognesa έχει επίσης ευχάριστη φωνή που όμως τείνει να μην είναι ακριβής, ενώ η Ambrosina έχει βαθιά φωνή που το χρώμα της ακούγεται όπως του τενόρου και πράγματι, η άριά της είναι γραμμένη σε κλειδί που γράφεται η φωνή του τενόρου.

Η πιο ενδιαφέρουσα αλλαγή στην τελική αυτή εκδοχή του Magnificat είναι ότι η αρχικά απλή κίνηση "Et exultavit" που γράφτηκε διαδοχικά για σόλο σοπράνο, άλτο και τενόρο με μια σύντομη χορωδιακή παρεμβολή, χωρίζεται τώρα σε τρεις ανεξάρτητες σολιστικές άριες με επιπρόσθετες μουσικές παραμέτρους. Και οι πέντε άριες παρουσιάζουν στυλιστικά χαρακτηριστικά της οπερατικής μουσικής του Vivaldi όπως η χρωματική κάθοδος στη συνοδεία του "Quia respexit" και η χρήση συγκοπτόμενων ρυθμών γνωστών ως "ημίολα". Η πρόσθεση αυτής της βιρτουόζικης γραφής στα πιο συμπαγή χορωδιακά μέρη κάνει το Magnificat ένα εξαιρετικό παράδειγμα όχι μόνο για τον τρόπο που ο Vivaldi προσαρμόζει τα έργα του, αλλά και για την έμφυτη ποικιλία που υπάρχει στη μουσική του.

Gloria R. 589
Από την πρώτη αναβίωσή του στη Siena το 1939, το έργο θεωρείται ως σήμερα το πιο δημοφιλές από τα χορωδιακά έργα του Vivaldi. Το Gloria πιθανώς χρονολογείται γύρω στο 1715 και έχει μια τυπική "εκδηλωτική" εισαγωγή. Το ριτορνέλο αρχίζει με ένα θέμα στη Ρε μείζονα που επικεντρώνεται γύρω από την τονική βαθμίδα, ενώ το ορχηστρικό χρώμα συμπληρώνεται με την τρομπέτα και το όμποε πέρα από τη βασική ορχήστρα εγχόρδων. Η δεύτερη κίνηση "Et in terra pax hominibus" είναι ένα εκφραστικό αργό μέρος σε Σι ελάσσονα και την ακολουθούν το γεμάτο κίνηση ντουέτο για δύο σοπράνο "Laudamus te" και το σύντομο συγχορδιακό "Gratias agimus tibi" που εισάγει την μιμητική κίνηση "Propter magnam gloriam". Η αντανακλαστική αυτή διάθεση επιστρέφει στο "Domine Deus, Rex coelestis" όπου ένα χαρούμενο σοπράνο σόλο εναλλάσσεται με σόλο όμποε ή βιολί και συνοδεύεται μόνο από το κοντίνουο. Αυτή η συνοδευτική υφή χρησιμοποιείται πάλι στο άλτο σόλο του "Domine Deus, Agnus Dei" που διακόπτεται από τις φράσεις της χορωδίας και των εγχόρδων.

Στο "Quoniam tu solus sanctus" η μουσική της πρώτης κίνησης επιστρέφει σε συντομευμένη μορφή και η επαναχρησιμοποίηση του εισαγωγικού υλικού στο τέλος του έργου δίνει την αίσθηση της ενότητας κάτι που συναντάται συχνά στα έργα εκκλησιαστικής μουσικής του Vivaldi.

Η τελευταία διπλή φούγκα "Cum sancto spiritu" έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο Vivaldi καθώς δανειζόταν υλικό όχι μόνο από προηγούμενα έργα του αλλά και άλλων, χρησιμοποίησε το φινάλε ενός άλλου Gloria που βρίσκεται στα χειρόγραφα του Turin, αυτό του G. M. Ruggieri (1708). Ο Vivaldi το δανείστηκε για ένα προηγούμενό του Gloria, R. 588 (λιγότερο γνωστό από το R. 589) μειώνοντας τις δύο ορχήστρες και χορωδίες σε μία και καταργώντας το μέρος για βιόλα. Στην εν λόγω εκδοχή R. 589 άλλαξε ελάχιστα τη βασική δομή η οποία παραμένει σχεδόν ίδια.

Eric Cross (1977)
(μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Ζ.)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Overture


Όταν η μουσική συναντά την τέχνη... "Επικίνδυνη" προς παρεξήγηση σκέψη, αλλά ίσως λιγάκι συμβολική ειδικά όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη εποχή. Πολύ σωστά θα πει κανείς: "Μα... η μουσική είναι τέχνη, τέχνη και μουσική δεν είναι ξεχωριστές έννοιες" και συμφωνώ απολύτως. Ανέφερα τη σύγχρονη εποχή, γιατί αυτός είναι ο προβληματισμός μου, κατά πόσο η μουσική σήμερα "πληρεί" τις προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηριστεί τέχνη...

Ίσως θα έπρεπε πρώτα να αναζητήσουμε βαθύτερα τη σημασία της έννοιας "τέχνη". Τι είναι πραγματικά η τέχνη; Είναι η εξωτερίκευση και αποτύπωση των συναισθημάτων και του εσωτερικού κόσμου που πηγάζει από τη βαθιά ανάγκη του δημιουργού - καλλιτέχνη; Είναι ο τρόπος να περάσουμε ένα μήνυμα στους άλλους το οποίο ενδεχομένως θα μείνει στην αιωνιότητα; Φυσικά ισχύουν και τα δύο. Μια αναζήτηση στην ελληνική wikipedia μας δίνει τον εξής ορισμό όσον αφορά την τέχνη:

"Τέχνη ονομάζεται το σύνολο της ανθρώπινης δημιουργίας με βάση την πνευματική κατανόηση, επεξεργασία και ανάπλαση, κοινών εμπειριών της καθημερινής ζωής σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διέπονται."

Και επανέρχομαι στον αρχικό μου προβληματισμό σχετικά με την σύγχρονη εποχή όπου παρατηρούμε μια "έκπτωση" στις αξίες, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και φυσικά στην τέχνη που είναι ο καρπός της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι το χαρακτηριστικό της εποχής μας, που τα θέλουμε όλα πληθωρικά "στο πιάτο", ώστε ξεχάσαμε την γνήσια απόλαυση της μουσικής; Είναι η άκριτη εμπορευματοποίηση που την υποβάθμισε; Είναι η εξειδίκευση της τέχνης γενικά, ώστε να την κατανοούν μόνο οι ειδήμονες αφήνοντας τους υπόλοιπους έξω από αυτήν (η τέχνη για την τέχνη); Η τέχνη χωρίς βάση ή ποιοτικό υπόβαθρο που εξυπηρετεί "φτηνούς" σκοπούς, μήπως δε θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται τέχνη;

Σ' αυτό το σημείο να αναφέρω ένα απόφθεγμα του Γκαίτε:

"Η ομορφιά είναι ταυτόχρονα θεμελιώδης αρχή και ύψιστος σκοπός της τέχνης..."

Πιστεύω ότι η ομορφιά της τέχνης (όχι μόνο της μουσικής) μπορεί να γίνει αντιληπτή ακόμα και μέσα από τα πιο απλά πράγματα, ένα ηλιοβασίλεμα, το τιτίβισμα των πουλιών, ο παφλασμός των κυμάτων στη θάλασσα είναι μερικά μόνο από αυτά... Η ομορφιά είναι εκεί και το μόνο που χρειάζεται είναι να στρέψουμε την προσοχή μας, να εμπιστευτούμε τις αισθήσεις μας και να την αντιληφθούμε εκεί που υπάρχει. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που η μουσική είναι τόσο παλιά όσο η γλώσσα. Επειδή ο έναρθρος λόγος δεν ήταν αρκετός από μόνος του να καλύψει την έκφραση όλου του φάσματος των ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων, δημιουργήθηκε και ο μουσικός λόγος για να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό.

Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν, σας καλωσορίζω στο μουσικό μου blog όπου πέρα από σκέψεις και σχόλια, θα κάνω μουσικές / δισκογραφικές προτάσεις δίνοντας παράλληλα και πληροφορίες για τα εκάστοτε έργα. Καλωσήρθατε στο http://organumdivinus.blogspot.com/